αλυσιδώνω

αλυσιδώνω
-ωσα, δένω ή περιφράσσω με αλυσίδες: Για μεγαλύτερη σιγουριά, αλυσίδωσαν τον τόπο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλυσιδώνω — (Μ ἁλυσιδῶ όω) δένω, συνδέω με αλυσίδες νεοελλ. 1. φράζω με αλυσίδες 2. ενώνω κρίκους μεταξύ τους για να κατασκευάσω αλυσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλυσίδα. ΠΑΡ. μσν. ἁλυσίδωσις νεοελλ. αλυσίδωμα, αλυσιδωμένος] …   Dictionary of Greek

  • αλυσίδωμα — το [αλυσιδώνω] δέσιμο ή φράξιμο με αλυσίδες …   Dictionary of Greek

  • αλυσιδωμένος — η, ο [αλυσιδώνω] ο δεμένος με αλυσίδες, αλυσοδεμένος …   Dictionary of Greek

  • αλυσιδώ — ἁλυσιδῶ ( όω) (Μ) βλ. αλυσιδώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”